- τιμωρησόμενον
- τῑμωρησόμενον , τιμωρέωto be an avengerfut part mid masc acc sgτῑμωρησόμενον , τιμωρέωto be an avengerfut part mid neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τιμωρώ — τιμωρῶ, έω, ΝΜΑ [τιμωρός] επιβάλλω τιμωρία για αξιόποινη πράξη, κολάζω νεοελλ. 1. πατάσσω, πλήττω («θα σέ τιμωρήσει ο θεός») 2. βασανίζω, ταλαιπωρώ («τί σού έκανα και μέ τιμωρείς σκληρά;») αρχ. 1. εκδικούμαι («τῷ θανάτῳ τοῡ πατρός τιμωρεῑς», Διον … Dictionary of Greek